Η πρüσκληση Þταν σαφÞς: το ΣÜββατο 25 και την ΚυριακÞ 26 Οκτωβρßου θα πραγματοποιηθεß απüσταξη στο κτÞμα Βιτüρα, η οποßα θα διαρκÝσει «μÝχρι να πÜρουμε και την τελευταßα σταγüνα». Περιλαμβανüταν και η επεξÞγηση üτι, επειδÞ «üλα θα πρÝπει να γßνουν με σýντομες διαδικασßες και η απüσταξη διαρκεß πολλÝς þρες, προγραμματßστε üτι θα ξημερωθοýμε … και θα ξανÜ-νυχτωθοýμε»!
Ποιοι, αλÞθεια, θα εßχαν πρüσβαση στην εν λüγω «μÝθεξη»; Και επ’ αυτοý η πρüσκληση Þταν σαφÞς: «Σε κÜθε περßπτωση, το κτÞμα θα εßναι ανοικτü για üλους τους φßλους και τους φßλους των φßλων». Αρκεß να υπÜρξει προηγοýμενη ειδοποßηση, þστε να οργανωθεß σωστÜ η γαστριμαργικÞ πλευρÜ της εκδÞλωσης.
Λßγοι θα μποροýσαν να αρνηθοýν την ελκυστικüτητα των παραπÜνω φρÜσεων. Σßγουρα, üμως, κανεßς δεν θα μποροýσε να αντισταθεß διαβÜζοντας παρακÜτω. Γιατß οýτε απü το μενοý Ýλειπε η σαφÞνεια.
Για πρωινü
ΚÝικ με καρýδια και μÞλα. ΠÜστα Φλþρα με μαρμελÜδες απü το κτÞμα. Μουστοκοýλουρα. Τηγανßτες με αυγÜ απü το κτÞμα. ΦρÝσκα τυριÜ με πελτÝ απü κυδþνι.
Η απαρßθμηση των εδεσμÜτων σταματÜ εδþ για δυο λüγους: πρþτον, διüτι η παρÝα δεν εßχε πρüθεση να τρÝχει πρωß-πρωß σαββατιÜτικα στο κτÞμα (λÜθος!) και, δεýτερον, διüτι τα λοιπÜ φαγþσιμα θα περιγραφοýν μÝσα στο πλαßσιο της γενικüτερης πανδαισßας που ακολοýθησε.
«Ωραßα, φτÜσαμε. Τι κÜνουμε τþρα;»
«ΧτυπÜμε το κουδοýνι να μας ανοßξουν. ¼πως βλÝπεις, Ýχουν Ýρθει κι Üλλοι. Τα παρκαρισμÝνα αυτοκßνητα αποτελοýν απüδειξη τρανÞ.»
«Το κουδοýνι; Μα δεν λÝει η πρüσκληση πως το κτÞμα εßναι ανοικτü;»
«¢λλο ανοικτü κι Üλλο μπεßτε σκýλοι αλÝστε!»
Η συζÞτηση κüπηκε στη μÝση, καθþς ο οικοδεσπüτης Üνοιγε την αυλüθυρα, μας υποδεχüταν με πλατý χαμüγελο και μας οδηγοýσε, ανÜμεσα στα δÝντρα και τα αμπÝλια, στον χþρο της απüσταξης.
Οι φλüγες κÜτω απü το ρακοκÜζανο εßχαν ανÜψει για τα καλÜ και το φρÝσκο ποτü Ýσταζε σταγüνα-σταγüνα στην κανÜτα. Παραδßπλα, το πατητÞρι περßμενε να αδειÜσουν τα σωθικÜ του απü τον ζυμωμÝνο καρπü που θα Ýπαιρνε κι αυτüς τον δρüμο για το καζÜνι. Και, σ’ Ýνα εßδος βερÜντας, πλÜι στα δωμÜτια üπου Þσαν στοιβαγμÝνα τα μπουκÜλια με τα παλιÜ και τα καινοýργια κρασιÜ (Üσπρα και κüκκινα), Ýνα μεγÜλο τραπÝζι.
ΕπÜνω του, λαμπßριζαν στο φως του φθινοπωρινοý Þλιου οι ωμÝς και οι βρασμÝνες σαλÜτες και Üχνιζαν οι πιατÝλες με τη συκωταριÜ λαδορßγανη, το χοιρινü με κυδþνια, το κουνÝλι με δαμÜσκηνα.
«Στην υγειÜ σας! Καλþς Þρθατε.»
Χαροýμενη παρÝα, απü νÝους και μεγαλýτερους, γευüταν Þδη üλ’ αυτÜ τα καλοýδια. Δεν Þταν πολυÜριθμη, αλλÜ Þταν γεμÜτη ζωντÜνια. ΣυστÜσεις, χειραψßες και… επß το Ýργον. Ακüμα και ο ΤσÝχωφ Þθελε να πÜρει μÝρος, επιδεικτικÜ αγνοþντας την ρητÞ απαγüρευση να δοθοýν μεζÝδες στον σκýλο!
«Μα η Ολυμπßα ποý εßναι;» διατυπþνεται εýλογη η ερþτηση προς τον Γιþργο Λακüπουλο, τον Üντρα της οικοδÝσποινας.
«Φουρνßζει,» απαντÜ εκεßνος με απροσποßητη ψυχραιμßα.
Και, πρÜγματι, μπορεß ο επισκÝπτης να βαδßσει μερικÜ βÞματα και να φτÜσει στον ξυλüφουρνο, üπου η Ολυμπßα μüλις Ýχει φτυαρßσει φρατζüλες απü ψωμß ζυμωτü και Ýχει βÜλει να ετοιμÜζονται γßγαντες και ρεβßθια, μαζß με κολοκυθüπιτα απü κßτρινες κολοκýθες.
«Νομßζω üτι σÞμερα πρÝπει να ξεχαστεß τελεßως οποιαδÞποτε δßαιτα.»
Η διαπßστωση εßναι τüσο αυτονüητη, þστε δεν χρειÜζεται κανÝνα σχüλιο. ¢λλωστε, δεν το επιτρÝπει η θορυβþδης διακοπÞ που προÝρχεται απü τον Λουδοβßκο, το συμπαθητικü γαúδουρÜκι του κτÞματος, που Ýχει βÜλει στüχο να μην αφÞσει κλαρß για κλαρß απü τα τρυγημÝνα κλÞματα.
«Καθßστε κι Ýρχομαι κι εγþ,» μας παροτρýνει η «φουρνÜρισσα».
Καθüμαστε. Τρþμε, πßνουμε, σιγοτραγουδÜμε (για να εßμαστε ακριβεßς, αρχßζουμε Ýνα-Ýνα τα τραγοýδια χωρßς ποτÝ να τα τελειþνουμε λüγω Üγνοιας των στßχων τους) και η þρα περνÜει.
«ΘÝλετε καφÝ μαζß με τα επιδüρπια;»
ΜετÜ την οινοποσßα Þ την ρακοποσßα, η τυχüν Üρνηση θα Þταν λÜθος. Ιδßως, μÜλιστα, üταν επßκειται συνÝχεια για το βρÜδυ. Οπüτε, το καφεδÜκι εßναι ü,τι πρÝπει για να συνοδεýσει τα μÞλα και τα κυδþνια, που κι αυτÜ Ýχουν ψηθεß στον ξυλüφουρνο.
«Λßγο σπιτικü γιαοýρτι για τη χþνεψη; Μην ξεχνÜτε üτι προμηνýεται μακριÜ βραδιÜ, αφοý σÞμερα περνÜμε στη χειμερινÞ þρα και μας διατßθεται μια παραπÜνω þρα ζωÞς!»
Συνεχßζουμε. Ο Þλιος αποσýρεται. Ομοßως κι οι κοτοýλες του κτÞματος, οι οποßες ουδüλως ενδιαφÝρονται για το ρακοκÜζανο που δεν παýει να βρÜζει. Οι καλεσμÝνοι, Üλλοι φεýγουν, Üλλοι Ýρχονται. Μερικοß δεν εννοοýν να το κουνÞσουν, προφασιζüμενοι τÜχα μου πως πρÝπει να γρÜψουν κÜποιο Üρθρο σχετικÜ. Οι οικοδεσπüτες κερνÜνε, πÜντα με το χαμüγελο στα χεßλη. Και ο αρμοδιüτερος της παρÝας μετρÜει ξανÜ και ξανÜ τα γρÜδα που βγÜζει το ρακß.
¸χει πÜρει να νυχτþνει, üταν κÜνουν την εμφÜνισÞ τους τα λουκÜνικα και οι παντσÝτες στα κÜρβουνα, τα ψητÜ κÜστανα. Εμφανßζεται ξαφνικÜ και μια κιθÜρα. Τα τραγοýδια κατüπιν αυτοý σοβαρεýονται και φτÜνουν μÝχρι το τÝλος τους. ¼πως, επßσης, μÝχρι το τÝλος του φτÜνει και το ΣÜββατο.
ΠερασμÝνα εßναι πια τα μεσÜνυχτα και η καταπληκτικÞ κολοκυθüσουπα Ýρχεται να συναγωνιστεß τον ευωδιαστü ζωμü απü -κακüηχη, αλλÜ μοναδικÜ εýγευστη- «γßδα βραστÞ». ¼σο για το ρακοκÜζανο, αυτü δεν λÝει να σβÞσει.
«Καιρüς να πηγαßνουμε. ¸να διπλü καφÝ, παρακαλþ, για να φýγει το αλκοüλ. Το αλκοτÝστ παραμονεýει. Και η οδÞγηση στην κατÜστασÞ μου θα Þταν ανεýθυνη.»
«Ευτυχþς που δεν Ýχω πιει εγþ. ¢ντε, πÜμε. Κι αýριο μÝρα εßναι.»
ΜÝνει πßσω η οικογÝνεια. Να ξεκουραστεß κÜπως για την ΚυριακÞ που ακολουθεß. Το πρωινü θα το πÜρουν μüνοι τους, εκτüς αν υπÜρχουν τßποτε ξεχασμÝνοι που δεν Ýχουν αλλÜξει τα ρολüγια και φανοýν απ’ τα χαρÜματα.
«Σοβαρολογεßς üτι θα ξαναπÜμε; ΝτροπÞ!»
«Καθüλου. Με καλεß το… δημοσιογραφικü καθÞκον. ¢φησε που θÝλω να αγορÜσω μερικÜ ακüμη κρασιÜ.»
«Απü δικαιολογßες, εντÜξει, υπÜρχουν Üφθονες!»
Ιδοý, λοιπüν, πÜλι το αυτοκßνητο να κÜνει τη διαδρομÞ μÝχρι την ΚερατÝα, να στρßβει προς το Δασκαλειü, να διανýει Üλλα δυο χιλιüμετρα και να αντικρßζει εκ νÝου το κτÞμα Βιτüρα.
Τα ßδια χαμüγελα, λßγο περισσüτερο κουρασμÝνα, το ßδιο καζÜνι με το ρακß, το τραπÝζι πÜντα γεμÜτο, ο ΤσÝχωφ σταθερÜ να γλεßφεται. Το κÝφι αδιÜπτωτο.
Και η Ýκπληξη. Τα βλÝμματα στρÝφονται στο βÜθος του διαδρüμου, απ’ üπου διακρßνεται η θαλερÞ μορφÞ ενüς γÝροντα. ΣτηριγμÝνος στο μπαστοýνι του, αλλÜ ευθυτενÞς αν σκεφτεß κανεßς πως την επüμενη μÝρα γιüρταζε τα ενενηκοστÜ δεýτερα γενÝθλιÜ του, ο πατÝρας της Ολυμπßας και πρþτος ιδιοκτÞτης του κτÞματος, ο Γιþργος Παπαγιαννακüπουλος.
ΣεβÜσμια μορφÞ, καλημερßζει τους συνδαιτυμüνες, χαúδεýει στοργικÜ τις εγγονÝς του και με τα μÜτια αγκαλιÜζει το κτÞμα Ýνα γýρω. ΚÜθεται, ζητÜει και πßνει Ýνα ποτÞρι Üσπρο κρασß, δοκιμÜζει λßγο συκþτι, αρχßζει τις κουβÝντες και τα πειρÜγματα.
«ΧαρÜ μεγÜλη να τον βλÝπεις! Μüνο γι’ αυτü θα Üξιζε να εßχαμε Ýρθει.»
«Δεν διαφωνþ. Θεωρþ, ωστüσο, üτι η βßζιτα Ýχει καταντÞσει αρμÝνικη. Να ευχαριστÞσουμε και να φýγουμε.»
«Δεν Ýχετε να πÜτε πουθενÜ,» παρεμβαßνει η Ολυμπßα, «αν πρþτα δεν μοιραστεßτε μαζß μας τους λουκουμÜδες και τη μουσταλευριÜ.»
Το πρüβλημα στο κτÞμα Βιτüρα εßναι, τελικÜ, ανυπÝρβλητο. Απü τη μια Ýχεις να ανεχθεßς την υπÝροχη φýση κι απü την Üλλη Ýχεις να αντιμετωπßσεις την καθηλωτικÞ ευγÝνεια της οικοδÝσποινας και του οικοδεσπüτη. Αν σ’ αυτÜ προστεθοýν η ποικιλßα, η ποσüτητα και η ποιüτητα των φαγητþν, καθßσταται σαφÝς üτι το σαββατοκýριακο με το ρακοκÜζανο εξελßσσεται σε βασανιστÞριο!
«Να εßστε πÜντα καλÜ, φßλοι μας. Και του χρüνου.»
ΧΧΧΧΧ |